Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μυστικός
- απόδοση: που υπάρχει που συμβαίνει χωρίς να το γνωρίζουν άλλοι / ο κρυφός / που υπάρχει ή συμβαίνει & δεν γνωστοποιείται / που ενεργεί με τρόπο μη αντιληπτό / ο αναφερόμενος στον φιλοσοφικό μυστικισμό / ο μυστικοπαθής
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’