Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καρατερίστας
- απόδοση: ηθοποιός του θεάτρου ή του κινηματογράφου που υποδύεται χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων κατά τρόπο παραστατικό & επιτυχή
- συγγενές: καρατερίστα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’