Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προκεχωρημένος
- απόδοση: που βρίσκεται μπροστά σε σχέση με άλλο ή άλλα άτομα / που έχει προχωρήσει κατά πολύ
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’