Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ανθηρός
- απόδοση: ο πλήρης ανθέων / ο ακμαίος / ο νεανικός / ο ευρισκόμενος σε ακμή / ευχάριστος / χαρούμενος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’