Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιφύλαξη - 2
- απόδοση: μονομερής δήλωση περιορισμού ισχύος υποχρεώσεων που πηγάζουν από ορισμένη δικαιοπραξία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’