Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιφύλαξη - 1
- απόδοση: συμπεριφορά που εκδηλώνει έλλειψη απόλυτης επιδοκιμασίας ή πλήρους συμφωνίας / διάθεση που εκφράζεται με δισταγμό & αμφιβολία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’