Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διμερής
- απόδοση: ο αποτελούμενος από δύο μέρη / που γίνεται ή που αφορά δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’