Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σεβαστός
- απόδοση: ο άξιος σεβασμού / ως προσφώνηση για πρόσωπο περί του οποίου τρέφουμε βαθύτατη εκτίμηση / ο σε μεγάλο αριθμό ή σε μεγάλη ποσότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’