Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιφορτισμένος
- απόδοση: που του έχουν αναθέσει την εκτέλεση έργου ή την διεκπεραίωση υποθέσεως
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’