Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπεύθυνος
- απόδοση: που φέρει την ευθύνη & υφίσταται τις συνέπειες των ενεργειών του / που ενεργεί με αίσθημα ευθύνης / ο επιφορτισμένος με την ευθύνη διεκπεραίωσης / που προκάλεσε κατάσταση / που έγινε η αιτία να συμβεί κάτι / ο υπαίτιος / αναφερόμενοι σε κάτι προερχόμενο από αρμόδιο πρόσωπο που το χαρακτηρίζει εγκυρότητα
- αντίθετο: ανεύθυνος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’