Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χονδρός
- απόδοση: ο έχων στους ιστούς υπερβολική εναπόθεση λίπους / ο άκομψος / ο στερούμενος λεπτότητος & ευπρέπειας / που παρουσιάζει έλλειψη πνευματικής ευελιξίας / ο εν αφθονία χρήματος & αγαθών / ο εκφράζων υπερβολή
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η εν λόγω χονδρή κυρία διαθέτει & χονδρή περιουσία αμείβεται δε από το Δημόσιο με χονδρό μισθό