Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερευνητικός
- απόδοση: ο σχετιζόμενος με την έρευνα / που σχετίζεται με την τεχνολογική ή την επιστημονική έρευνα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’