Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δωρικός
- απόδοση: που αναφέρεται που ανήκει που προέρχεται από τους Δωριείς / που χαρακτηρίζεται από λιτότητα κατά την μορφή ή την έκφραση / ο αναφερόμενος στην Δωρική διάλεκτο / που χαρακτηρίζεται από μεγαλοπρέπεια & συνάμα από λιτότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’