Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμμόρφωση
- απόδοση: η ενέργεια του συμμορφώνω ήτοι βελτίωση συμπεριφοράς ή εμφάνισης / προσαρμογή σε υπόδειγμα ή κανονισμό
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’