Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νεοφιλία
- απόδοση: η αποδοχή με ευχαρίστηση κάτι νέου στον τρόπο ζωής στις αντιλήψεις στην κοινωνική συμπεριφορά
- αντίθετο: νεοφοβία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’