Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πένθιμος
- απόδοση: που δηλώνει πένθος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από πρωίας μεταδίδεται από ραδιοφώνου πένθιμη μουσική
προκαλούν ρίγη οι πένθιμες κωδωνοκρουσίες
την πομπή συνόδευε μπάντα παιανίζουσα πένθιμα εμβατήρια