Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρακτικός
- απόδοση: ο έχων επαγγελματική ειδικότητα λόγω πείρας & όχι λόγω σχετικών σπουδών / ο εμπειρικός
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το χωριό φρόντιζε ένας πρακτικός οδοντίατρος