Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νοθεία
- απόδοση: αλλοίωση της μορφής ή της ουσίας κατά τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται γνήσιο / προσθήκη σε καταναλωτικό αγαθό κατώτερων συστατικών με σκοπό το παράνομο κέρδος / μεταβολή στοιχείων με σκοπό την αλλοίωση αποτελέσματος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’