Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περιήγηση
- απόδοση: η ενέργεια του περιηγούμαι / το να ταξιδεύει σε μη οικείους τόπους προκειμένου να γνωρίσει να θαυμάσει να απολαύσει τα προσφερόμενα ενδιαφέροντα σε αυτούς
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’