Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
καταστολή
- απόδοση: η ενέργεια του καταστέλλω / αποτελεσματικός έλεγχος εκρηκτικής καταστάσεως ικανός να αποτρέψει την περαιτέρω επέκταση / ελάττωση εντάσεως σωματικής ή ψυχικής λειτουργίας ή αντιδράσεως αυτών σε κάποιο ερέθισμα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’