Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προπέτασμα
- απόδοση: φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο που προφυλάσσει στρατιώτες από τον εντοπισμό από εχθρικές δυνάμεις ή από τα πυρά αυτών / κάθε τι που δια της παρουσίας του εμποδίζει κάποιον τα δει τα συμβαίνοντα από πίσω του / αναφερόμενοι σε κάτι που αποσκοπεί στην απόκρυψη πραγματικότητος
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’