Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απειροελάχιστος
- απόδοση: ο πάρα πολύ μικρός που με δυσκολία διακρίνεται με γυμνό οφθαλμό / που έχει πολύ μικρή σημασία
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’