Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φανατικός
- απόδοση: που προσηλώνεται σε κάτι & κατ΄ επέκταση ενεργεί για αυτό με υπερβολικό ζήλο με άκριτη πίστη & τυφλό πάθος / που εμπνέεται ή κυριαρχείται από φανατισμό
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’