Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ελευθεριάζων
- απόδοση: που ενεργεί πέραν των περιορισμών της αποδεκτής ηθικής / ο μη σύμφωνος με τα χρηστά ήθη
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’