Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αφοσιωμένος
- απόδοση: που εκδηλώνει κατά τρόπον αποκλειστικό & απόλυτο το ενδιαφέρον του / που δραστηριοποιείται με ζέση υπέρ κάποιου προσώπου ή καταστάσεως
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’