Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τάξη
- απόδοση: η ορθή τοποθέτηση πραγμάτων / σύστημα επαρκούς οργάνωσης / ομαλή κατάσταση προκύπτουσα από ακριβή τήρηση κανόνων / κατηγορία ατόμων της αυτής κοινωνικής ή οικονομικής καταστάσεως / σύνολο ατόμων του αυτού επαγγέλματος / διαβάθμιση σε υπαλληλική ιεραρχία / ποιοτική διαβάθμιση / κύκλος μαθημάτων που αντιστοιχεί στο αυτό σχολικό έτος / σύνολο μαθητών που παρακολουθούν τον αυτό κύκλο μαθημάτων / αίθουσα διδασκαλίας / υποδιαίρεση σε κλάδους της Ακαδημίας Αθηνών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’