Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικοτεχνία
- απόδοση: δευτερογενής παραγωγή αγαθών εντός της κατοικίας οικογένειας που εκτελείται κυρίως από τα μέλη της
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’