Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κανονικός - 1
- απόδοση: που δεν παρουσιάζει απόκλιση από κάποιο πρότυπο ή υπόδειγμα / ο σύμφωνος με τους ισχύοντες νόμους / ο καθ΄ όλα φυσιολογικός / που εγγίζει τον μέσο όρο του επιθυμητού ή του φυσιολογικού / ο συμμετρικός / που συμβαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα / που δεν παρουσιάζει κάτι το έκτακτο
- αντίθετο: αντικανονικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’