Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εκνευρισμός
- απόδοση: η ψυχική κατάσταση ατόμου που υφίσταται παροδική διέγερση του νευρικού συστήματος
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’