Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συντροφιά
- απόδοση: η παρουσία προσώπου κοντά σε άλλο για λόγους κοινωνικής συναναστροφής ηθικής συμπαράστασης φιλικής εξυπηρέτησης σε κάποιο θέμα ή σκοπιμότητος / φιλικός κύκλος ατόμων / σύνολο ατόμων συνδεόμενα με κοινά ενδιαφέροντα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
με γαληνεύει η συντροφιά της αισθανόμενος υπέροχα