Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύντροφος
- απόδοση: αυτός που προσφέρει σε άλλον & αντιστρόφως στενή & διαρκή συναισθηματική σχέση / αναφερόμενη σε κατοικίδιο ζώο με το οποίο άτομο έχει αναπτύξει συναισθηματική σχέση / αναφερόμενοι σε κάτι που αδυνατούμε να στερηθούμε / ως προσηγορία μεταξύ μελών κομμουνιστικών ή σοσιαλιστικών κομμάτων
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’