Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπογραφή
- απόδοση: το όνομα προσώπου συγκοπτόμενο ή ολογράφως γραμμένο ιδιοχείρως / η ενέργεια της δέσμευσης δια υπογραφής μεταξύ συμβαλλομένων ή επικύρωσης συμφωνίας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
θεωρείται λίαν αξιόπιστος δημοσιογράφος η αρθρογραφία του οποίου 'φέρει το βάρος της υπογραφής του'