Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευπάθεια
- απόδοση: η ιδιότητα του ευπαθούς / η παρουσίαση ευαισθησίας σε ορισμένη ασθένεια / το μειονέκτημα μηχανικής κατασκευής να παρουσιάζει με ευκολία βλάβες / δυσλειτουργία σε κάποιο τομέα δραστηριότητος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’