Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απρόσβλητος
- απόδοση: που δεν προσβάλλεται με ευκολία / ο ανθεκτικός σε ασθένειες, που δεν έχει προσβληθεί / που προβάλλει ισχυρή αντίσταση σε ανοικτή ή ύπουλη επίθεση ή ενέργεια
- αντίθετο: ευπρόσβλητος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άτομο απρόσβλητο σε πάσης φύσεως λοιμώξεις