Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εικαστικός - 2
- απόδοση: ο έχων την ικανότητα να απεικονίζει δια της καλλιτεχνικής ενασχόλησης
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’