Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λήθαργος
- απόδοση: βαθύς & συνεχής ύπνος που αποτελεί σύμπτωμα νόσων / αναφερόμενοι σε πνευματική αδιαφορία ακινησία ή αδράνεια
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’