Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποθαρρυντικός
- απόδοση: αυτός που προκαλεί αποθάρρυνση / που προδιαγράφει δυσάρεστη & κατ΄ επέκτασιν ανεπιθύμητη εξέλιξη / που μετά λεγόμενα & τις ενέργειές του δεν μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε
- αντίθετο: ενθαρρυντικός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε λ με τον τρόπο που επέλεξε να εκφρασθεί προς αυτόν