Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δεξιοτέχνης
- απόδοση: εκτελεστής μουσικών έργων προικισμένος με εξαιρετική επιδεξιότητα / ο βιρτουόζος / ο κατέχων άριστα την τεχνική του επαγγέλματός του ή της δραστηριότητος που ασκεί η συνήθως καλλιτεχνικής φύσεως
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’