Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύμφωνο
- απόδοση: επίσημη συμφωνία μεταξύ κρατών που ρυθμίζει τις μεταξύ τους σχέσεις
- συγγενές: συνθήκη
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μετά μακρά διαπραγμάτευση υπεγράφη σύμφωνο ειρήνης & φιλίας
τα ενδιαφερόμενα μέρη καλούνται να συνυπογράψουν σύμφωνο μη επιθέσεως