Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμφωνία - 1
- απόδοση: η ταύτιση απόψεων ή αντιλήψεων δύο ή περισσοτέρων ατόμων / αντιστοιχία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες ενέργειες του ιδίου προσώπου ή διαφορετικών προσώπων / πράξη με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα δέχονται την ρύθμιση ζητήματος που αφορά τις μεταξύ τους σχέσεις / συνθήκη μεταξύ κρατών / έγγραφο όπου διατυπώνεται επιτευχθείσα συνθήκη
- αντίθετο: διαφωνία > ασυμφωνία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
έχει εξασφαλισθεί με ειδική συμφωνία
επετεύχθη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός