Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κακουχισμένος
- απόδοση: ο ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος / που ασθενεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τον συνάντησα όλως τυχαίως & τον ένιωσα κακουχισμένο