Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κακουχισμός
- απόδοση: κακομεταχείριση εαυτού ή άλλου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά το ταξείδι στην Κεντρώα Αφρική υπέστη κακουχισμό