Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ασθενής - 2
- απόδοση: ο πάσχων από κάποια ασθένεια / που δεν διαθέτει την δύναμη να αντιδράσει σε κάτι ή να επιβληθεί σε κατάσταση
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από το πρωί ο ραδιοφωνικός σταθμός εκπέμπει ασθενές σήμα