Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επιπόλαιος
- απόδοση: ο χαρακτηριζόμενος από έλλειψη σοβαρότητος / που ενεργεί με προχειρότητα & βιασύνη / αναφερόμενοι σε κάτι το ασήμαντο που δεν έχει σταθερότητα / αναφερόμενοι σε κάτι το ατελές που δεν είναι πλήρες
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’