Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τρωτός
- απόδοση: ο εκτεθειμένος σε κινδύνους / ο ευπρόσβλητος / που δεν διαθέτει ηθικές αντιστάσεις / που δεν αντέχει στην κριτική λόγω πληθώρας ή εντόνων αδυναμιών
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’