Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νευρώδης
- απόδοση: που διακρίνεται από ζωτικότητα & ζωηρότητα
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & υπέρβαρος φύσει νευρώδης τύπος
ικανός ομιλητής εκφραζόμενος με νευρώδες ύφος
√ απόδοση: το χαρακτηριζόμενο από παραστατικότητα & συντομία λόγου
τον διακρίνει ζωτικότητα διαθέτων νευρώδες σώμα
ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος διαθέτει νευρώδη λόγο