Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αθεράπευτος
- απόδοση: που δεν μπορεί να θεραπευθεί / ο ανίατος / αναφερόμενοι σε αδυναμία ή ελάττωμα που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’