Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παύση
- απόδοση: διακοπή διαδικασίας ή ενέργειας / διακοπή συνέχειας / απομάκρυνση από θέση ή αξίωμα / μικρή διακοπή σε μουσικό έργο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’