Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πλούτος
- απόδοση: ικανή περιουσία / συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων / συγκέντρωση υλικών αγαθών / αναφερόμενοι σε ό,τι διατίθεται σε αφθονία σε ποικιλία σε πληρότητα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’