Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αναπαραγωγή
- απόδοση: κατάσταση ζωντανών οργανισμών προκειμένου να παράγουν νέους οργανισμούς όμοιους με αυτούς / διαδικασία με τη οποία ήχοι ή εικόνες αποτυπωμένα σε κατάλληλο υλικό μετατρέπονται πάλι σε ήχους ή εικόνες / η παραγωγή αντιτύπων από ένα πρωτότυπο / η επανάληψη κοινωνικών στοιχείων της ζωής των ανθρώπων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δια μέσου της αναπαραγωγής επιτυγχάνεται η διαιώνιση των ειδών